- αρχ-
- (AM αρχ-).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ- είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α' συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β' συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ- ισχύει ό,τι και για το αρχε-*, αρχι-* και αρχο-* Δηλ. τα σύνθετα με α' συνθετικό αρχ- εκφράζουν τόσο τη σημασία «πρώτος (χρονικά), πρωταρχικός» [πρβλ. αρχ. αρχάνθρωποςνεοελλ.αρχαίλουρος], όσο και τη σημασία «αυτός που εξουσιάζει, που κυβερνά [πρβλ. αρχ.-νεοελλ. αρχάγγελος, αρχαιρεσία, αρχηγέτης, αρχηγός, αρχίατρος, αρχιερεύςαρχ.αρχιεροθύτης]. Εξάλλου και με τις δύο αυτές σημασίες το αρχ- έχει εισαχθεί από την Ελληνική σε ξένες γλώσσες και αποτελεί α' συνθετικό λέξεων (πρβλ. αγγλ. archfather, archform, με την πρώτη σημασία, και αγγλ. archduke, archangelγαλλ. archereque, με τη δεύτερη σημασία, ενώ υπάρχουν και όροι στους οποίους το arch- εμφανίζεται με μία τρίτη σημασία «αυτός που υπερέχει, που υπερτερεί, που περιλαμβάνει πλήρως τις ιδιότητες του είδους του» (πρβλ. αγγλ. archiphilosopher, archcapitalist). Τέλος, το αρχ- χρησιμοποιήθηκε, λιγότερο, και στη σύνθεση κυρίων ονομάτων της Αρχαίαςπρβλ. Αρχάγαθος, Αρχαγόρας, Άρχαγος, Αρχαίνετος Άρχανδρος, Αρχάρετος, Άρχερμος, Αρχέψιος, Άρχηγος, Άρχιππος].
Dictionary of Greek. 2013.